- ἄλλαξεν
- ἄ̱λλαξεν , ἀλλάσσωmake other than it isaor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀλλάσσωmake other than it isaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντός — επίρρ. τοπ. και πρόθ. 1. (ως επίρρ.), μέσα, στο εσωτερικό: Δεν υπάρχει τίποτε εντός. 2. ως πρόθ. (με γεν.), δηλώνει περιορισμό σε τοπικά ή χρονικά όρια: Άλλαξεν εντός μου ο ρυθμός του κόσμου (Γ. Βιζυηνός). – Εντός δύο ωρών. 3. (με το άρθρ.) οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)